Ήμουν μάλλον την εποχή των ανταρτών και μας είχαν πιάσει σε μία αποθήκη.Εμένα,έναν άντρα και τη γυναίκα του.Προσπαθούσαν να ανακαλύψουν ποια απο τις δυο μας είναι η γυναίκα του για να τη σκοτώσουν,κανένας μας όμως δεν μαρτυρούσε.Σε κάποια στιγμή λοιπόν φέρανε την κόρη τους,ενα μικρό κοριτσάκι πολύ όμορφο.Αγκάλιασε τον μπαμπά της και γύρισε με ένα σατανικό χαμόγελο και μου είπε "μου έλειψες μαμά".Αυτόματα μου φυτέψανε μια σφαίρα στο κεφάλι.Στα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν σκέφτηκα την προδοσία,οτι μπορεί να καταφέρω να ζήσω,ένιωσα την ψυχή μου να φέυγει και τελικά συμβιβάστηκα με το ότι πεθαίνω και προσευχήθηκα στον Θεό να με δεχτεί κοντά του.Δεν πονούσα,σκεφτόμουν απλώς πως πεθαίνω.